- ξεγδέρνω
- 1. αφαιρώ τμήμα τής επιδερμίδας, προκαλώ εκδορές, αμυχές, γρατσουνίζω2. (το μέσ.) ξεγδέρνομαιπαθαίνω εκδορές, αμυχές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-δέρω (βλ. λ. γδέρνω και ξ[ε]-*)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξεγδέρνω — ξέγδαρα, ξεγδάρθηκα, ξεγδαρμένος, αφαιρώ μέρος της επιδερμίδας, γρατσουνίζω: Ξέγδαρα τα πόδια μου μέσα στο δάσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απολέπ — ἀπολέπω (Α) [λέπω] 1. ξεφλουδίζω 2. αφαιρώ το δέρμα, ξεγδέρνω 3. κόβω τελείως … Dictionary of Greek
καταξεσχίζω — και καταξεσκίζω (Μ καταξεσκίζω και καταξεσχίζω) ξεσκίζω, σχίζω κάτι σε πολλά μικρά κομμάτια, σχίζω εντελώς, κατακομματιάζω νεοελλ. 1. με τα νύχια μου προξενώ πολλές γρατσουνιές, αμυχές, γρατσουνίζω, ξεγδέρνω, κατασπαράζω («η γάτα τού καταξέσκισε… … Dictionary of Greek
ξέγδαρμα — το [ξεγδέρνώ] 1. αφαίρεση δέρματος, εκδορά 2. ασήμαντο επιφανειακό τραύμα τής επιδερμίδας, νυχιά, γρα τσουνιά, αμυχή 3. παροιμ. «ξένος πόνος ξέγδαρμα» η λύπη για την ατυχία που βρίσκει κάποιον άλλον περνάει γρήγορα … Dictionary of Greek
καταξεσκίζω — καταξέσκισα, καταξεσκίστηκα, καταξεσκισμένος 1. σκίζω κάτι σε μικρά κομμάτια: Την καταξέσκισε την κόλλα του. 2. ξεγδέρνω, ξεσκίζω με τα νύχια: Τον καταξέσκισε με τα νύχια της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξέγδαρμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεγδέρνω, αμυχή, εκδορά, γρατσούνισμα: Ξένος πόνος ξέγδαρμα (ο ξένος πόνος είναι ασήμαντος, παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσαγκρουνίζω — και τσουγκρανίζω τσαγκρούνισα, τσαγκρουνίστηκα, τσαγκρουνισμένος, κάνω τσαγκρουνιές, ξεγδέρνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)